lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
aktivere, animalisk, anspore, kvikne, animert, egge, pirre, stimulere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα νορβηγικά, aktivere στα ελληνικά
εμψυχώνω στα νορβηγικά