lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα ιταλικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
accatastare, accumulare, adunare, ammassare, ammucchiare, cogliere, concentrare, immagazzinare, mietere, raccogliere, raccolta, raccolto, radunare, riunire, riunirsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα ιταλικά, accatastare στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα ιταλικά