lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα γερμανικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
ablesen, anhäufen, auflesen, aufraffen, aufstapeln, einsammeln, ernten, häufen, pflücken, raffen, sammeln, scharen, versammeln, zusammenfassen, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα γερμανικά, ablesen στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα γερμανικά