lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα σουηδικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (18):
ackumulera, anrika, församla, hop, hopsamla, hög, koncentrera, plocka, påle, råga, samla, skock, skocka, skotta, skörd, skörda, stapel, stocka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα σουηδικά, ackumulera στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα σουηδικά