lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα ρωσικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
аккумулировать, собирать, агломерировать, скапливать, сосредоточивать, жать, накоплять, скоплять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα ρωσικά, аккумулировать στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα ρωσικά