lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (11):
haalia, kasata, kerätä, keskittää, kokoilla, koota, korjata, niittää, noukkia, poimia, varastoida
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα φινλανδικά, haalia στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα φινλανδικά