lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
συγκεντρώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
acumular, aglomerar, ajuntar, alegar, amontoar, arrancar, captar, ceifar, coleccionar, colectar, colher, conglomerar, congregar, coser, empalar, empilhar, juntar, porfiásseis, postular, reunir, tirar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι αντίθετα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά, acumular στα ελληνικά
συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά