lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικετεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ικετεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
маліць, прасіць, умаляць, упрошваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ικετεύω, σε ικετεύω, ικετεύω αρχαία, ικετεύω αντίθετο, ικετεύω στα λευκορωσίας, маліць στα ελληνικά
ικετεύω στα λευκορωσίας