lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικετεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ικετεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
conjurar, implorar, pedir, rogar, suplicar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ικετεύω, σε ικετεύω, ικετεύω αρχαία, ικετεύω αντίθετο, ικετεύω στα πορτογαλικά, conjurar στα ελληνικά
ικετεύω στα πορτογαλικά