lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικετεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
ικετεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
благати, виправдується, заклиніть, закличте, звернутися, звертатися, молитися, моліться, попросити, попрохати, посилатися, просити, просіть, прохати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ικετεύω, σε ικετεύω, ικετεύω αρχαία, ικετεύω αντίθετο, ικετεύω στα ουκρανικά, благати στα ελληνικά
ικετεύω στα ουκρανικά