lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικετεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
ικετεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ικετεύω, σε ικετεύω, ικετεύω αρχαία, ικετεύω αντίθετο, ικετεύω στα φινλανδικά, anoa στα ελληνικά
ικετεύω στα φινλανδικά