ικετεύω στα αγγλικά ικετεύω στα γερμανικά ικετεύω στα δανική ικετεύω στα ισπανικά ικετεύω στα γαλλικά ικετεύω στα ιταλικά ικετεύω στα νορβηγικά ικετεύω στα ρωσικά ικετεύω στα αλβανικά ικετεύω στα λευκορωσίας ικετεύω στα φινλανδικά ικετεύω στα ουγγρική ικετεύω στα πορτογαλικά ικετεύω στα ουκρανικά ικετεύω στα πολωνική
κόρνα στα αγγλικά γεμίζω στα γαλλικά ικανότητα στα γαλλικά ζω στα γαλλικά απολυμαίνω στα ουκρανικά
ζω κλιση κόρνα αυτοκινήτου γεμίζω συνώνυμο ικανότητα προς δικαιοπραξία