lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα λευκορωσίας

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
вярцець, круціць, варочаць, варочанне, вярчэнне, заварот, кручэнне, паварот, адхіляць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα λευκορωσίας, вярцець στα ελληνικά
στρίβω στα λευκορωσίας