lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα εσθονική

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (2):
pöörlema, revolutsioon
Σχετικές λέξεις:
εσθονική στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα εσθονική, pöörlema στα ελληνικά
στρίβω στα εσθονική