lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα σουηδικά

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
kröka, kurva, omlopp, omsättning, rotera, rulla, rulle, slingra, sno, snurra, varv, vrida, vränga
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα σουηδικά, kröka στα ελληνικά
στρίβω στα σουηδικά