lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα φινλανδικά

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (16):
hapan, kiemurrella, kieppua, kierros, kierto, kiertää, kumous, käsittely, käänne, kääntyä, kääntää, luikerrella, mullistus, rivi, vallankumous, väännellä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα φινλανδικά, hapan στα ελληνικά
στρίβω στα φινλανδικά