lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στρίβω στα ιταλικά

Λέξη:
στρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (23):
capovolgere, distogliere, fatturato, girare, girarsi, girata, giro, mescolare, ribaltare, rigirare, rivolgere, rivoltare, rivoluzione, rotare, rotazione, roteare, ruotare, storcere, torcere, virare, volgere, voltare, volteggiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά στρίβω, στρίβω συνώνυμο, στρίβω δια του αρραβώνοσ, conjugate στρίβω, στρίβω στα ιταλικά, capovolgere στα ελληνικά
στρίβω στα ιταλικά