lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
begrense, forminske, innskrenke, rasjonere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συντομεύω, συντομεύω στα νορβηγικά, begrense στα ελληνικά
συντομεύω στα νορβηγικά