lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα τσεχική

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
delimitovat, krátit, limitovat, napravit, odkysličovat, ohraničit, omezit, omezovat, oříznout, podmanit, podrobit, potlačit, překážet, redukovat, snižovat, snížit, stlačit, tísnit, vadit, vymezit, zkrátit, zmenšit, zmenšovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συντομεύω, συντομεύω στα τσεχική, delimitovat στα ελληνικά
συντομεύω στα τσεχική