lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα ισπανικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (10):
abreviar, acotar, coartar, cohibir, delimitar, estrechar, limitar, limitarse, reducir, restringir
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά συντομεύω, συντομεύω στα ισπανικά, abreviar στα ελληνικά
συντομεύω στα ισπανικά