lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα ιταλικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
delimitare, limitare, restringere, ridurre
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συντομεύω, συντομεύω στα ιταλικά, delimitare στα ελληνικά
συντομεύω στα ιταλικά