lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
rajoittaa, supistaa, vähentää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά συντομεύω, συντομεύω στα φινλανδικά, rajoittaa στα ελληνικά
συντομεύω στα φινλανδικά