lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα δανική

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
begrænse, indskrænke
Σχετικές λέξεις:
δανική συντομεύω, συντομεύω στα δανική, begrænse στα ελληνικά
συντομεύω στα δανική