lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντομεύω στα γερμανικά

Λέξη:
συντομεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
begrenzen, beschränken, drosseln, einschränken, limitieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συντομεύω, συντομεύω στα γερμανικά, begrenzen στα ελληνικά
συντομεύω στα γερμανικά