lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα ουκρανικά

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
допоміжний, помічний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα ουκρανικά, допоміжний στα ελληνικά
βοηθητικός στα ουκρανικά