lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα γερμανικά

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
sekundär, untergeordnet, untergeordneter, zweitrangig, behelfsmäßig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα γερμανικά, sekundär στα ελληνικά
βοηθητικός στα γερμανικά