lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
inferior, secundário, subalterno, subordinado, acessório, assistente, auxiliar, subsidiário
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα πορτογαλικά, inferior στα ελληνικά
βοηθητικός στα πορτογαλικά