lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα γαλλικά

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
accessoire, adjoint, adjuvant, auxiliaire, auxiliateur, copilote, insignifiant, secondaire, subalterne, subordonné, subsidiaire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα γαλλικά, accessoire στα ελληνικά
βοηθητικός στα γαλλικά