lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα ιταλικά

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
secondario, sottoposto, accessorio, aiutante, assistente, ausiliare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα ιταλικά, secondario στα ελληνικά
βοηθητικός στα ιταλικά