lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα τσεχική

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
doplňující, druhotný, druhořadý, nepodstatný, náměstek, podpůrný, podružný, podřadný, podřízený, pomocník, pomocný, pomáhající, přidělený, přídavný, středoškolský, vedlejší, výpomocný, zástupce
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα τσεχική, doplňující στα ελληνικά
βοηθητικός στα τσεχική