lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθητικός στα δανική

Λέξη:
βοηθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
laverestående, sekundær, assistent
Σχετικές λέξεις:
δανική βοηθητικός, βοηθητικόσ συνώνυμα, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικός χώρος, βοηθητικός στα δανική, laverestående στα ελληνικά
βοηθητικός στα δανική