lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα ουγγρική

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
árucikk, cikk, áru
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα ουγγρική, árucikk στα ελληνικά
εμπόρευμα στα ουγγρική