lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα νορβηγικά

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
artikkel, ting, vare, handelsvara, utskudd, vara, varer
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα νορβηγικά, artikkel στα ελληνικά
εμπόρευμα στα νορβηγικά