lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα βουλγαρικά

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
продукт, пункт
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα βουλγαρικά, продукт στα ελληνικά
εμπόρευμα στα βουλγαρικά