lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόρευμα στα τσεχική

Λέξη:
εμπόρευμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
artikl, bod, komodita, odstavec, paragraf, položka, produkt, stať, výrobek, zboží, člen, článek
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εμπόρευμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός, εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, εμπόρευμα στα τσεχική, artikl στα ελληνικά
εμπόρευμα στα τσεχική