lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπω στα ουκρανικά

Λέξη:
λάμπω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
блиск, блищати, благословити, благословіть, благословляти, освятіть, освячувати, святіть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λάμπω, λάμπω συνώνυμα, λάμπω στίχοι, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στα ουκρανικά, блиск στα ελληνικά
λάμπω στα ουκρανικά