lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπω στα τσεχική

Λέξη:
λάμπω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
hořet, jiskřit, mžikat, oslavit, oslavovat, osvítit, osvětlit, osvětlovat, plápolat, posvítit, posvětit, slavit, svítit, světit, třpytit, vyleštit, zasvitnout, zazářit, zářit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λάμπω, λάμπω συνώνυμα, λάμπω στίχοι, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στα τσεχική, hořet στα ελληνικά
λάμπω στα τσεχική