lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπω στα ιταλικά

Λέξη:
λάμπω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
brillare, lampeggiare, luccicare, rilucere, risplendere, splendere, rischiarare, benedire, santificare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά λάμπω, λάμπω συνώνυμα, λάμπω στίχοι, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στα ιταλικά, brillare στα ελληνικά
λάμπω στα ιταλικά