lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπω στα πορτογαλικά

Λέξη:
λάμπω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
brilhar, centelhas, fulgir, fulgurar, luzir, relampaguear, relembrar, resplandecer, santificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λάμπω, λάμπω συνώνυμα, λάμπω στίχοι, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στα πορτογαλικά, brilhar στα ελληνικά
λάμπω στα πορτογαλικά