lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάμπω στα πολωνική

Λέξη:
λάμπω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
błyszczeć, lśnić, połyskiwać, świecić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική λάμπω, λάμπω συνώνυμα, λάμπω στίχοι, λάμπω βικιλεξικο, λάμπω άννα βίσση, λάμπω στα πολωνική, błyszczeć στα ελληνικά
λάμπω στα πολωνική