lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα ουκρανικά

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
бант, вигин, вклонитися, вітер, завести, заводити, закрут, звивистість, згин, згинання, згинати, зігнути, кривошип, лук, навертати, нахил, обмотка, повертати, складати, складка, скласти, схилятися, уклонитися, уклін, флексура, флексія
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα ουκρανικά, бант στα ελληνικά
σκύβω στα ουκρανικά