lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
agachar, anfractuosidade, cobrar, cornadura, curva, curvar, curvatura, dobrar, enroscar, girar, inclinar, lóbulo, perecer, retorcer, torcer, virar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα πορτογαλικά, agachar στα ελληνικά
σκύβω στα πορτογαλικά