lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα δανική

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
bue, bukke, bøje, bøye, fold, folde, helle, krumning, kurve, skråne, slynge, sving, svinge
Σχετικές λέξεις:
δανική σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα δανική, bue στα ελληνικά
σκύβω στα δανική