lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα πολωνική

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (11):
giąć, krzywić, pochylać, schylać, skręcać, uginać, wyginać, wygięcie, zginać, zgiąć, zgięcie
Σχετικές λέξεις:
πολωνική σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα πολωνική, giąć στα ελληνικά
σκύβω στα πολωνική