lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα πολωνική

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
degustować, kosztować, próbować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα πολωνική, degustować στα ελληνικά
γεύομαι στα πολωνική