lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα σουηδικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
avprova, kosta, smaka, försöka, probera, prova, pröva
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα σουηδικά, avprova στα ελληνικά
γεύομαι στα σουηδικά