lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
amostra, catar, custar, custo, degustar, ensaiar, espécime, espécimen, examinar, experimentar, intentar, paladar, pretender, prova, provar, saborear, tentar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα πορτογαλικά, amostra στα ελληνικά
γεύομαι στα πορτογαλικά