lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα γερμανικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
kosten, machen, probieren, schmecken, verkosten, ausprobieren, erproben, prüfen, versuchen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα γερμανικά, kosten στα ελληνικά
γεύομαι στα γερμανικά