lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα νορβηγικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avprova, bevise, forsøke, godtgjøre, kosta, koste, kostnad, prova, prøva, prøve, smaka, smake
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα νορβηγικά, avprova στα ελληνικά
γεύομαι στα νορβηγικά