lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
коштувати, доведіть, довести, доводити, доказати, доказувати, куштувати, пробувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα ουκρανικά, коштувати στα ελληνικά
γεύομαι στα ουκρανικά